Ποιος θα μας μάθει επιτέλους να απογοητευόμαστε ολοένα και πιο δύσκολα και να στεκόμαστε ανδρείοι στα πράγματα; Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο συναισθηματισμός μάς κάνει να στρεφόμαστε άσκοπα και ανούσια σε ονείρατα που έχουν γίνει προ πολλού σκόνη και σε μεθυστικές αναπολήσεις του παρελθόντος που δεν έχουν πια κανένα απολύτως νόημα.
Εξομολογούμαστε, κοινωνάμε, νηστεύουμε, προσευχόμαστε, διαβάζουμε, είμαστε συνέχεια «μέσα στην εκκλησία», μα βλέπουμε ότι είμαστε πάντα κολλημένοι στο επάρατο τίποτα, στο κενό που μας τρελαίνει κι ας μη το λέμε πουθενά, κι ας μη τολμούμε να το παραδεχτούμε. Οι χριστιανοί πρέπει να είναι «άτρωτοι» και «τέλειοι», κάθε φορά, όλες τις φορές, μια για πάντα! Η κατάρα της θρησκευτικής εικόνας που κατάπιε ολοσχερώς το εγκάρδιο και ελεύθερο είναι. Το σχήμα του φαίνεσθαι υπέταξε για τα καλά τη σκέψη, το φρόνημα, τον παλμό. Γιατί δεν αισθανόμαστε εντάξει; Πού είναι η αποκατάσταση, η πληρότητα, η ισορροπία, το νόημα και η ευστάθεια του είναι μας;
Αλλά ας πούμε και μια αλήθεια: Η πνευματική ζωή δεν είναι το πηχτό λούστρο πάνω στη σκουριά και τη μούχλα των απωθημένων ή αποτυχιών μας. Η χάρη του Θεού είναι παντοδύναμη, αλλά ταυτόχρονα και ανεξιχνίαστη. Η χάρη του Θεού είναι πανθαύμαστη, αλλά και απροσωπόληπτη. Η χάρη του Θεού είναι πάνστοργη, αλλά συνάμα και αδυσώπητη. Όσο η συντριβή της καρδιάς την ελκύει, άλλο τόσο περισσότερο η αναλγησία του ανθρωπίνου πνεύματος την αποκρούει. Κανένας δεν μπορεί να παρερμηνεύσει τίποτα από αυτό που ήδη ζούμε και κανένας δεν μπορεί να εξοφλήσει κάτι από τον αγώνα μας. Όλα τα αντίθετα μπορεί να συμβούν και να βιωθούν μέσα σε μια πρωτόφαντη και παιδαγωγική αρμονία.
Ο Θεός δεν είναι ο σφαγέας της ανθρώπινης φύσης ούτε ο βίαιος μεταρρυθμιστής των αδυναμιών μας. Πολλές φορές η χάρη Του μπορεί να ταυτίζεται πιο πολύ με τη σιωπή και την αναμονή, παρά με τη γρήγορη αλλαγή που τόσο εμείς επιθυμούμε για μας χωρίς Αυτόν. Αυτός μας θέλει δικούς Του, εφόσον εμείς Τον θέλουμε δικό μας. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό; Με τον τρόπο της εκκλησίας, με τον τρόπο του προσώπου και με τον τρόπο των συνθηκών. Με τον τρόπο που αναιρεί κάθε μελετώμενο τρόπο. Ο Θεός σιωπά, όχι γιατί θέλει να παιδεύσει τη λογική μας, αλλά προφανώς γιατί προσαρμόζει τον τρόπο Του στην αναπηρία και την ευτέλειά μας. Κάτι που μέσα στα θεία πράγματα μπορεί κάλλιστα να θεωρείται από την κρίση μας τιμωρία, εγκατάλειψη και απουσία, για τον Θεό μπορεί να είναι η αυθεντικότερη έκφραση αρχοντιάς της αγάπης Του. Δεν είναι όλα δικά μας, δεν γίνονται όλα όπως τα περιμένουμε, όπως τα διαβάσαμε στα βιβλία, όπως τα ξέρουμε από τους κανόνες, τις διατάξεις, τις διακηρύξεις. Τα βιβλία ως συνήθως καταγράφουν τη ζωή των θείων μυστηρίων και πραγματικοτήτων, αλλά η ζωή, σαν ζωή του Πνεύματος και της αλήθειας, τα υπερβαίνει δυναμικά κι ας μην εννοούμε να το συνειδητοποιήσουμε αυτό. Οι δικοί μας φόβοι είναι που χαράζουν τα όρια αντίληψης σε αυτό που δεν έχει όρια. Η αγάπη και η αλήθεια υπερβαίνουν αισθαντικά κάθε βατό και υπερβατό.
Είναι απίστευτο! Ποιο; Που είμαστε απολύτως «μόνοι» έναντι στα μυστήρια του Θεού, στο θείο Του πρόσωπο, και που είναι κι ο Θεός «μόνος» έναντι σε μας. Είναι εκπληκτικό! Ποιο; Που είμαστε απολύτως «πάγκοινοι» και αλληλοκοινωνούμενοι μέσα στην ανεμπόδιστη ροή του χρόνου, του κόσμου, της ανθρωπότητας και του σιωπηλού εαυτού μας. Αυτό ασφαλώς δεν συνιστά δοκησισοφία, πλάνη, αναίρεση δογμάτων και αποκαλύψεων, αλλά αποτελεί πνευματική εσωτερικότητα ελευθερίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξής μας μέσα στην εκκλησία, όρος εκκλησιαστικοποίησης της ύπαρξής μας.
«Εκκλησία» σημαίνει λατρευτική, θεοερωτική ένωση προσώπων, από ένα διαρκές κάλεσμα και ένα κέλευσμα που δεν παύει και δεν ακυρώνεται παρά μόνο όταν δεν συμφωνεί μαζί του η ελευθερία μας. Αυτός που δεν ενώνεται ολοϋπαρκτικά με τον Θεό και το μικρό θεό, τον αδελφό του, θα είναι πάντα διασπασμένος, διχασμένος, συγχυσμένος και απορημένος. Έτσι, με αυτή την έννοια, και «εξομολογημένος» ή «κοινωνημένος» να είσαι, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι τελείως απαράδεκτο ή παράδοξο να νιώθεις ένα βασανιστικό «κενό» μέσα σου, εφόσον αυτό το κενό πηγάζει από έναν εσωτερικό και ανομολόγητο επαμφοτερισμό, μια διβουλία και μια διψυχία, μια ανικανότητα να ερωτευθείς αποκλειστικά το θείο Πρόσωπο που σου δίνει ζωή, που είναι η ζωή της ζωής σου. Αλλά το θέμα είναι τι ή μάλλον ποιον ακριβώς θεωρείς εσύ «ζωή». Μήπως ακόμη και αυτό που δεν είναι;
Μας λείπει φοβερά η σταθερότητα και η ευθύτητα έναντι του εαυτού μας και έναντι του Θεού. Είμαστε κενοί, γιατί ριζώνουμε μέσα στους λογισμούς μας, ριζώνουν και αυτοί μέσα μας. Οι λογισμοί, που είναι οι σαρωτικές προβολές των ασίγαστων επιθυμιών μας. Επιθυμούμε τόσο πολύ, που φτάσαμε στο σημείο να ζούμε μόνο από επιθυμίες και μόνο γι’ αυτές. Αγαπάμε τις επιθυμίες μας, δεν τις εγκαταλείπουμε, δεν τις περιορίζουμε, δεν τις μεταστοιχειώνουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, διότι μέσα από αυτές εμείς τροφοδοτούμαστε. Μέσα στη θλίψη και τις δοκιμασίες της ζωής αυτές οι επιθυμίες είναι για μας το αγαπημένο δεκανίκι, το βάλσαμο που κρύβει δηλητήριο. Η μάχη πρέπει να διεξαχθεί μέσα στο ταμείο της καρδιάς. Και σ’ αυτό, ούτε ο Θεός ούτε ακόμη και ο Πνευματικός μας δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Αν δεν παρθεί η απόφαση από τη ψυχή να γίνει ευθεία έναντι του Θεού, το κενό θα γιγαντώνεται και θα πολλαπλασιάζεται και ο Θεός θα είναι συνέχεια ένας «ξένος» και ένας «άγνωστος» για μας.
Η ουσία του αυθεντικού χριστιανισμού δεν βρίσκεται ούτε στην τέρψη των κηρυγμάτων ούτε στην αίγλη των θεαμάτων ούτε στο γόητρο των αξιωμάτων ούτε στην αυτοδικαίωση των θρόνων ούτε στην επίδειξη των αμφίων ούτε στους πιστούς ακόλουθους ούτε στα μεγάλα και ονομαστά ποίμνια. Αλλά πού τότε; Οπωσδήποτε στη δύναμη και το κάλλος της χριστοφόρας καρδιάς, η οποία δεν διστάζει να ριχθεί στη μάχη εναντίον των λογισμών και των επιθυμιών που την χωρίζουν από την αθεράπευτη αγάπη της, τον Χριστό. Αν δεν υπάρχει από μέρους μας ειλικρινής διάθεση για αγώνα και αντίσταση εναντίον του παλαιού εαυτού μας, ο οποίος κρατά στα χέρια του σφιχτά τους λογισμούς και τις επιθυμίες του, τότε ο χριστιανισμός μετατρέπεται μέσα μας σε κάτι φρούδο, ανώδυνο και ευχάριστο, σε μια ιδέα, σε μια φιλοσοφία, σε μία «καλή πράξη» ή συνεισφορά, σε ένα εκδήλωμα και σε μια συμπεριφορά, σε κάτι το εξωτερικό που είναι για τους πολλούς άκρως επαινετό και επευφημούμενο. Στην ουσία όμως πρόκειται για ένα επιζήμιο κατάπλασμα και για μια τακτική συγκάλυψης: μαθαίνουμε να σκεπάζουμε ό,τι μας αποκαλύπτει και αποφεύγουμε αυτό που μας θεραπεύει. Γιατί; Γιατί εμείς δεν είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε, να αναπτυχθούμε και να βαδίσουμε προς τη Χάρη του Θεού, ευθείς, ακέραιοι, ειλικρινείς, καθαροί. Πληθώρα ατακτοποίητων αισθημάτων εντός μας, αστάθειες και παλινωδίες, αιτιάσεις εναντίον του Θεού και των όποιων καλών και υπομονετικών πατέρων, έλλειψη ευχαριστίας και δοξολογίας, όλα αυτά και άλλα παρόμοια, αν μη τι άλλο, φανερώνουν άνθρωπο ανικανοποίητο, συγχυσμένο, άστατο, δίβουλο και μαρτυρικά αναποφάσιστο να εκλέξει την «αγαθή μερίδα» του Κυρίου. Όμως αυτή η «αγαθή μερίδα» είναι το στοίχημα της ζωής μας, το νόημα, η ουσία, η αξία και η καταξίωσή της.
π. Δαμιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου