Ὅταν – νεαρός – ὁ Καζαντζάκης ἐπισκέφθηκε τό ἅγιον Ὄρος, ρώτησε ἕνα γέροντα: «Πάτερ, γιατί, στό τέλος, νά μή σωθῆ … καί ὁ διάβολος;»
Καί ὁ γέροντας Μακάριος – κατά τήν περιγραφή τοῦ Καζαντζάκη – τοῦ ἀπάντησε:
– Πρόσεξε νεαρέ, γιατί τό ‘ἐγώ’ θά σέ φάει. Ὁ ἑωσφόρος, πού ἐσύ ὑπερασπίζεσαι καί θέλεις νά τόν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στήν κόλαση; Ὄταν στράφηκε στόν Θεό καί Τοῦ εἶπε: ‘Ἐγώ’! Ναί, ναί, ἄκου καί βάλ’το καλά στόν νοῦ σου. Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στήν κόλαση: τό ‘ἐγώ’. Τό ‘ἐγώ’, πανάθεμά το!»
»Καί τότε ἐγώ (συνεχίζει ὁ Καζαντζάκης) τίναξα τό κεφάλι πεισμωμένος καί τοῦ ἀντιμίλησα:
– Μή τό κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε, τό ‘ἐγώ’. Μέ τό ‘ἐγώ’ αὐτό ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό ζῶο.
– Ὄχι, νεαρέ μου. Μέ τό ‘ἐγώ’ αὐτό, χωρίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό, διόρθωσε ὁ πατήρ Μακάριος.
Καί ὁ Καζαντζάκης καταλήγει ὁμολογώντας: «Ἔφυγα λέγοντας μέ τό μυαλό μου: ‘Ἔχεις καιρό νά βρῆς τόν Θεό!’ Ἐξ ἄλλου μέσα μου δέν εἶχε ξεθωριάσει ἡ λάμψη … τοῦ Ἑωσφόρου!…». (Ἀφιέρωμα στό Ἅγιον Ὄρος, περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1963).
Θλίβεται κανείς νά βλέπει ἕναν – ὑποτίθεται – ‘πνευματικό’ ἄνθρωπο, νά μήν μπορεῖ νά καταλάβει ὅτι ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ὀλέθρια συμπάθειά του γιά τόν Ἀρχιδιάβολο προερχόταν ἀπό τόν … ἑωσφορικό ἐγωϊσμό του.
Ξεκίνησε ἀπό ‘ἀγνωστικιστής’. Δηλαδή, στήν ἀρχή ὑποστήριζε, ὅτι ‘δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει Θεός’. Ἐξ αἰτίας τῆς τεράστιας μόρφωσής του (σίγουρα μεγαλύτερης ἀπό τοῦ Καζαντζάκη) εἶχε κάθε λόγο νά ἔχει κι αὐτός … ‘καβαλήσει τό καλάμι’ καί νά ἐμπιστεύεται ὑπερβολικά τό μυαλό του· μέ δυό λόγια νά ὑπερεκτιμάει κι αὐτός τό ‘ἐγώ’ του.
Ὅμως. Παρακινημένος ἀπό τήν ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΙΣΤΗ μιᾶς ἀγράμματης γιαγιᾶς, καρκινοπαθοῦς σέ τελικό στάδιο, ἄρχισε νά ψάχνει ΜΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ γιά τόν Θεό. Ἄρχισε νά βάζει κάποια ἐρωτηματικά στήν δῆθεν παντοδυναμία καί στήν πανσοφία τοῦ ‘ἐγώ’ του. Καί ἔτσι ἄρχισε νά ἀνοίγει παράθυρα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται:
«Ὅσο περισσότερο καταλάβαινα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, καί ὅσο περισσότερο μέ φώτιζε τό λαμπερό Φῶς Του, τόσο πιό σκοτεινές μοῦ φαίνονταν οἱ δικές μου σκέψεις καί πράξεις!
»Ποτέ πρίν δέν εἶχα σκεφθῆ νά χαρακτηρίσω τόν ἑαυτό μου ‘ἁμαρτωλό’. Πάντα … κρατοῦσα ἀποστάσεις ἀπό αὐτήν τήν ‘παλιομοδίτικη’ λέξη. Τώρα ὅμως καταλάβαινα πώς μοῦ ταίριαζε ἀπόλυτα!
»Κατάλαβα, ἐπί τέλους, ὅτι ἡ ἐπιθυμία μου νά πλησιάσω τόν Θεό ἐμποδιζόταν ἀπό τήν ὑπερηφάνειά μου. Ἡ σωστή πίστη στόν Θεό ἀπαιτοῦσε ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ O ΕΓΩΙΣΜΟΣ ΜΟΥ».
Καί τρισμακάριος ὁ ἄνθρωπος, πού παίρνει τήν ἀπόφαση νά διορθώσει τά χάλια του σβήνοντας τόν ἐγωϊσμό του καί ὑπακούοντας ΕΛΕΥΘΕΡΑ στόν Θεό.
Αὐτός ὁ ἀληθινά ἀνοιχτομάτης ἄνθρωπος ἔχει καταλάβει, ὅτι τό σβήσιμο τοῦ ἐγωϊσμοῦ του χάριν τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό
δέν καταργεῖ τήν προσωπικότητά του ἀλλά τήν έξυψώνει·
δέν τόν ὑποδουλώνει ἀλλά τόν ἐλευθερώνει·
δέν τόν νεκρώνει ἀλλά τόν ζωοποιεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου