Ω Χριστέ, «όντας συ ο Ίδιος το [αρνί του] Πάσχα, παρέθετες τον εαυτό σου σε αυτούς χάριν των οποίων έμελλες να πεθάνεις αναφωνώντας· Φάγετε το σώμα Μου και με πίστη θα στερεωθείτε» (Ειρμός Γ’ Ωδής Μεγ. Πέμπτης).
Η θεία Μετάληψη είναι το Σώμα και το Αίμα του Σωτήρα. Ήταν σαφέστατος και δεν άφησε περιθώρια για παρανοήσεις: «Λάβετε φάγετε· τούτο εστί το σώμα μου… Πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο γάρ εστί το αίμα μου» (Ματθ. 26.26-27). Είπε «εστί», που σημαίνει είναι και όχι συμβολίζει, καθώς παραχαράζουν εξαπατητικά σε ξένες μεταφράσεις μερικοί ταλαίπωροι αιρετικοί.
Όταν ο Διδάσκαλος άρθρωσε κάποτε εκείνα τα απρόσμενα και ακατανόητα, ότι δηλαδή θα έδινε να φάνε τη σάρκα Του, άρχισαν να φιλονεικούν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι λέγοντας· «πώς δύναται ούτος υμίν δούναι την σάρκα φαγείν; είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς… η γαρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις… Πολλοί ουν ακούσαντες εκ των μαθητών αυτού είπον· σκληρός εστιν ούτος ο λόγος· τις δύναται αυτού ακούειν;… Εκ τούτου πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετ’ αυτού περιεπάτουν» (Ιω. 6.51-66).
Δεν τους ανέκοψε διευκρινίζοντάς τους, ότι τα περί της σάρκας και του αίματός Του ήταν παραβολικά, οπότε είναι ξεκάθαρο ότι ακριβολογούσε. Και αυτοί χάθηκαν για πάντα· δεν γράφεται ότι σε κάποια στιγμή επέστρεψαν. Θα ήταν άσπλαχνος ο Ιησούς αν μιλούσε αλληγορικά και δεν τους το φανέρωνε. Χάθηκαν μάταια;
Δύο είναι τα πιο καίρια και άκρως απαραίτητα Μυστήρια, το Βάπτισμα, που είναι η πνευματική γέννηση και που καθιστά τον άνθρωπο μέλος της Εκκλησίας, της οικογένειας του Θεού, και η θ. Κοινωνία που αποτελεί την τροφή της ψυχής. Δεν αρκεί μόνο να γεννηθεί κανείς, αλλά πρέπει και να τρώει για να ζήσει. Χωρίς γέννηση και χωρίς τροφή δεν ζει κανείς· ανυπαρξία και θάνατος.
Θάνατος ψυχικός η ψυχική ασιτία, ο μακρυσμός από τη θεία Ευχαριστία.
Ναι, αλλά και θάνατος ψυχικός όταν μεταλαβαίνει κανείς ανάξια. «Ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου. δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω· ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11.27-29).
Πώς θα τολμήσει να προσέλθει για να πάρει μέσα του τον πανάσπιλο Χριστό εκείνος που δεν πήρε συγχώρηση στο μυστήριο της εξομολογήσεως, αν και καταβαραθρώθηκε σε βόθρο βαρειών αμαρτημάτων, «άτινά εστι μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθραι, έρεις, ζήλοι, θυμοί, εριθείαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις» (Γαλ. 5.19-21). Σε αυτές τις περιπτώσεις το «φάρμακον αθανασίας», ναι, γίνεται θάνατος ψυχικός.
Αλλά πώς η θεία Κοινωνία δεν θ’ αποβεί «σε κρίμα ή σε κατάκριμα»; (Ακολουθία θ. Μεταλήψεως, ευχή Γ’, Ιωάννου Χρυσοστόμου). Βασικά με τη μετάνοια, που μας χρειάζεται σε όλους. Ο άγιος Ιωάννης παροτρύνει στην Κλίμακά του «Και αν όλη την κλίμακα των αρετών έχεις ανεβεί, να προσεύχεσαι υπέρ αφέσεως [των] αμαρτιών [σου]» (28.12).
Μετάνοια και μυστήριο της Εξομολογήσεως, δηλαδή κάθαρση· και επί πλέον νηστεία, κατάνυξη, συναίσθηση. Πάντοτε δε με την ευλογία του πνευματικού μας. Έτσι κατορθώνουμε «την ετοιμασία της καρδιάς» που προσέχει ο Θεός, καθώς έλεγε ο Δαβίδ (Ψαλμ. 9.38). Διαφορετικά, αντί για φως τα Άχραντα Μυστήρια γίνονται φωτιά που κατακαίει.
Προσευχή, νηστεία, συντριβή! «Ποιος είμαι εγώ, Χριστέ μου, που θα καταδεχθείς να έρθεις μέσα μου; Εγώ ο αδιόρθωτος, ο ελεεινός, ο συχνά-πυκνά προδότης Σου. Είμαι αχούρι βρωμερό και η φάτνη της ψυχής μου ρυπαρή. Πώς θα έρθεις»;
Οι άγιοι έλυωναν μπροστά στην τελειότητα του Θεού. Η σύγκρισή τους με τον Θεό ένιωθαν να τους εκμηδενίζει. Έλεγαν και πίστευαν πώς ήσαν οι τελευταίοι αμαρτωλοί. Πρώτος τους πίστευε πώς ήταν ο Παύλος (Α’ Τιμ. 1.15). Στην ακολουθία της θείας Μεταλήψεως πώς εκφράζονται οι άγιοι συγγραφείς της για την αθλιότητά τους; Τί να πούμε εμείς;
Γι’ αυτό καλούμαστε να προσέλθουμε στο Άγιο Ποτήριο «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Και τα τρία είναι εκ των «ων ουκ άνευ», απαραίτητα. Με πίστη στο Μυστήριο, χωρίς να ρωτάμε «Συ τις ει, ειδότες ότι ο Κύριός εστιν» (Ιω. 21.12), θύτης μαζί και θύμα. Με αγάπη στον Θεό και στον συνάνθρωπο – σε κάθε άνθρωπο οπωσδήποτε, γιατί πώς θα τολμήσουμε κλυδωνιζόμενοι και παλλόμενοι μέσα στον ζόφο και στη σκοτοδίνη του μίσους ή και της αντιπαθείας απλώς, να πάρουμε μέσα μας Αυτόν που καλείται «άρχων ειρήνης» (Ησ. 9.6). Τονίζει στον μαθητή του Τιμόθεο ο μεγάλος απόστολος Παύλος, ότι προσευχόμενοι πρέπει να σηκώνουμε «οσίους χείρας χωρίς οργής και διαλογισμού» (Α’ Τιμ. 2.8). Αν τώρα είναι ανεπίτρεπτη η οργή και η φουρτούνα όταν μιλάμε με τον Θεό, πόσο περισσότερο είναι όταν παίρνουμε τον Θεό μέσα μας; Λοιπόν με φόβο Θεού, όχι με ασέβεια και αδιαφορία· μην καούμε!
Πλησιάζουμε με δέος, για να δεχθούμε σαν φάρμακο τα Τίμια Δώρα, όχι σαν βραβείο. Προσευχόμαστε:
«Κύριε ο Θεός μου, ξέρω ότι δεν είμαι άξιος ουδέ ικανός για να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του οίκου της ψυχής, διότι όλη είναι ερημωμένη και καταπεσμένη και δεν έχεις σε μένα τόπο αντάξιο να κλίνεις την κεφαλή [Λουκ. 9.58]». «Χριστέ μου, ελέησέ με, συγχώρησέ με, καθάρισέ με, άγνισέ με, θεράπευσέ με, γιάτρεψέ με, υγίασέ με, συνέτισέ με, σωφρόνισέ με, φρονίμεψέ με, σόφισέ με, φύλαξέ με, κράτησέ με, στήριξέ με, εδραίωσέ με, δίδαξέ με, οδήγησέ με, βοήθησέ με, σκέπασέ με, φώτισέ με, χόρτασέ με, κόρεσέ με, γέμισέ με, πλήρωσέ με, αγίασέ με, χαρίτωσέ με, ύψωσέ με, δόξασέ με, κραταίωσέ με, ενίσχυσέ με, ικάνωσέ με, αξίωσέ με· ανέξου με και δέξου με»!
Αν έτσι προσέρχεται ο πιστός που μεταλαβαίνει με συντριβή, τότε έρχεται – ακριβέστερα χορηγείται και δωροφορείται – και το άλλο συνθετικό της λέξεως «χαρμολύπη», η αγαλλίαση. Η καρδιά του σκιρτάει και ξεσπάει: «Χριστέ μου, με έθρεψες, με χόρτασες. Απόλαυσα “[φιλο]ξενία δεσποτική και αθάνατη τράπεζα” [Ειρμός Θ’ Ωδής Μεγ. Πέμπτης]. Ιησού μου, γλυκιά μου αγάπη» [Αγ. Νεκτάριος, κατ’ αφήγηση της τελευταίας του μοναχής αείμνηστης γερόντισσας Θέκλας].
Αυτά τα ψελλίσματα τα απειροελάχιστα συγκριτικά με το μέγεθος του Μυστηρίου, «ύψος δυσθεώρητον ανθρωπίνοις λογισμοίς… βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς» (Ακάθιστος Ύμνος, Α’ Οίκος).
Ιουστίνος ιερομόναχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου