Τούτος ο κόσμος είναι ανάποδος. Όπως και να κάνεις, δεν τον ευχαριστάς. Ούτε
στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το
μακρύ τους. Για ο,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για ίδιο στενοχωριέται ο άλλος. Άλλη
φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μα για τους πιο πολλούς το
καλό ήτανε καλό και το κακό, κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και
κάνει τον καπετάν Έναν….
Μα οι πιο πολλοί μποδίζονται από τιποτένια πράγματα: ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ο,τι είνε, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π. Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμμιά σκοτούρα.
Ζούνε μακρυά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών – ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά. Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα εξιχνιάζουνε. Πολλοί κατατρίβουνται με πράγματα που δεν έχουν καμμιά σημασία. Ρωτάνε, να πούμε, να μάθουνε για μένα τι σόι άνθρωπος είμαι, πως είναι το σχέδιό μου, αν είμαι θαλασσινός και τούτο και κείνο. Αδελφέ μου αν σου αρέσει η συντροφιά μου, έλα εκεί που πηγαίνω, έλα να νοιώσεις μαζί μου τα ωραία έργα του Θεού, τον θησαυρό που έχουνε μέσα τους κρυμμένον οι απλοί άνθρωποι… Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκκλήσι. Τι κάθεσε κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι την όψη έτσι η αλλοιώς, εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός η κοντός, μαύρος η άσπρος; Σ αὐτὰ που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, το πως περπατώ, το πως μιλώ, δηλαδή ο σαρκικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι η αληθινή σύσταση του ανθρώπου.
Απάνω απ ὅλα να αγαπάμε την καλωσύνη. Να χαιρόμαστε νάμαστε καλοί και νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είνε σαν την καλωσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού. Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Τι αληθινός πλούτος μέσα σε μια τέτοια καρδιά! Και τι φτώχεια, τι μιζέρια, τι ασχήμια μέσα στις κακές ψυχές, στις εγωιστικές, κι ἂς φουσκώνουνε απ ἔξω κι ἂς παραστένουνε τον πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται η ψυχή μας από τη δροσιά της καλωσύνης και πόσο κουράζεται η ψυχή μας από τον λίβα της κακίας.
Μα οι καλοί άνθρωποι είνε δυστυχισμένοι, υποφέρουνε, τυραννιούνται. Ναι. Ο σατανάς τους βασανίζει, τους ρίχνει σε συμφορές. Μα έτσι γίνουνται ακόμα πιο καθαροί, σαν το χρυσάφι που πέφτει στο χωνευτήρι. Ζούνε φτωχικά, μακρυά από δόξες, κρυμμένοι, μα ζούνε αληθινά. Να μην ζεις βουτηγμένος μέσα στην ψευτιά. Αυτό είνε που είπε ο Χριστός «Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του;» Αυτός, ο φτωχός, ο παραπεταμένος, κέρδισε την ψυχή του. Αφού κέρδισε την ψυχή του, τι έχασε; Ο,τι έχασε είνε τιποτένιο μπροστά σ αὐτὸ που κέρδισε. Κι ὁ άλλος ο χοντροπετσιασμένος από τη σαρκική καλοπέραση, από τα σπορ, από τα λουτρά, από τις γυναίκες, από τις διάφορες ματαιότητες, τι κέρδισες άραγε, αφού έχασε την ψυχή του; Πόσοι και πόσοι ύστερα από μια ζωή γεμάτη λογής–λογής σαρκικές απολαύσεις, κοσμικές τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κλπ., έρχονται σ ἕναν λογαριασμό και ξεζαλίζουνται απ αὐτὰ τα σπιρτόζα πιστά και νοιώθουνε τη γύμνια τους και ζητάνε τον εαυτό τους που βρίσκεται; Μα δεν υπάρχει πια. Ερημιά, ξέρακας της απελπισίας ζώνει τους εγωιστές! Τρομάζουνε με τη μοναξιά τους μόλις τη νοιώσουνε. Από πάνω τους ο ουρανός είναι έρημος, αδειανός, η γη έρημη, οι άνθρωποι καρδιές έρημες, γιατί ποτέ τους δεν γνοιασθήκανε γι αὐτές, και έτσι κόπηκε κάθε τρυφερή ανταπόκριση μαζί τους. Στο τέλος καταλαβαίνουμε οι τέτοιοι πως με τα λεπτά δεν αγοράζουνται όλα τα πάντα. Και πως, ίσια – ίσια, όσα δεν αγοράζουνται με τα λεφτά αυτά είνε που έχουνε την πιο μεγάλη αξία. Και πως απ αὐτὰ έχουνε μεγάλη ανάγκη, απ αὐτὰ που δεν αγοράζουνται. Σε ποιό μέρος πουλάνε την ησυχία της ψυχής, την αγνότητα, την απλότητα, την κρυφή χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος κοντά στον Θεό σε στιγμή που ζει κρυμμένος από τον κόσμο, την πραότητα, την αγάπη; Δεν τα πουλάνε σε κανένα από τα μαγαζιά κι ἀπὸ τα παζάρια για το διάφορο, την απονιά για τους άλλους, την ψευτιά κάθε λογής, κι ὅσα πάνε μαζί μ αὐτά, δηλαδή τον εγωισμό, την περηφάνεια, την καταλαλιά μ ἕναν λόγο το χοντροπέτσιασμα της ψυχής…
Τι μεγαλομανία σ ἔχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κι ἔχεις δυό τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα! Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλωσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες. Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να συχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.
Τι θα δίνανε πολλοί απ αὐτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ο,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του. Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κι ἂν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.
Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς, να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και ν ἀκούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον. Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακρυά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά. Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε. Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι ὅλα είνε ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά. Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζητά αληθινά κι ὄχι ψεύτικα.
Κόντογλου Φ., 2000, «Ευλογημένο Καταφύγιο»,
Μα οι πιο πολλοί μποδίζονται από τιποτένια πράγματα: ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ο,τι είνε, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π. Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμμιά σκοτούρα.
Ζούνε μακρυά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών – ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά. Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα εξιχνιάζουνε. Πολλοί κατατρίβουνται με πράγματα που δεν έχουν καμμιά σημασία. Ρωτάνε, να πούμε, να μάθουνε για μένα τι σόι άνθρωπος είμαι, πως είναι το σχέδιό μου, αν είμαι θαλασσινός και τούτο και κείνο. Αδελφέ μου αν σου αρέσει η συντροφιά μου, έλα εκεί που πηγαίνω, έλα να νοιώσεις μαζί μου τα ωραία έργα του Θεού, τον θησαυρό που έχουνε μέσα τους κρυμμένον οι απλοί άνθρωποι… Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκκλήσι. Τι κάθεσε κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι την όψη έτσι η αλλοιώς, εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός η κοντός, μαύρος η άσπρος; Σ αὐτὰ που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, το πως περπατώ, το πως μιλώ, δηλαδή ο σαρκικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι η αληθινή σύσταση του ανθρώπου.
Απάνω απ ὅλα να αγαπάμε την καλωσύνη. Να χαιρόμαστε νάμαστε καλοί και νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είνε σαν την καλωσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού. Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Τι αληθινός πλούτος μέσα σε μια τέτοια καρδιά! Και τι φτώχεια, τι μιζέρια, τι ασχήμια μέσα στις κακές ψυχές, στις εγωιστικές, κι ἂς φουσκώνουνε απ ἔξω κι ἂς παραστένουνε τον πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται η ψυχή μας από τη δροσιά της καλωσύνης και πόσο κουράζεται η ψυχή μας από τον λίβα της κακίας.
Μα οι καλοί άνθρωποι είνε δυστυχισμένοι, υποφέρουνε, τυραννιούνται. Ναι. Ο σατανάς τους βασανίζει, τους ρίχνει σε συμφορές. Μα έτσι γίνουνται ακόμα πιο καθαροί, σαν το χρυσάφι που πέφτει στο χωνευτήρι. Ζούνε φτωχικά, μακρυά από δόξες, κρυμμένοι, μα ζούνε αληθινά. Να μην ζεις βουτηγμένος μέσα στην ψευτιά. Αυτό είνε που είπε ο Χριστός «Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του;» Αυτός, ο φτωχός, ο παραπεταμένος, κέρδισε την ψυχή του. Αφού κέρδισε την ψυχή του, τι έχασε; Ο,τι έχασε είνε τιποτένιο μπροστά σ αὐτὸ που κέρδισε. Κι ὁ άλλος ο χοντροπετσιασμένος από τη σαρκική καλοπέραση, από τα σπορ, από τα λουτρά, από τις γυναίκες, από τις διάφορες ματαιότητες, τι κέρδισες άραγε, αφού έχασε την ψυχή του; Πόσοι και πόσοι ύστερα από μια ζωή γεμάτη λογής–λογής σαρκικές απολαύσεις, κοσμικές τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κλπ., έρχονται σ ἕναν λογαριασμό και ξεζαλίζουνται απ αὐτὰ τα σπιρτόζα πιστά και νοιώθουνε τη γύμνια τους και ζητάνε τον εαυτό τους που βρίσκεται; Μα δεν υπάρχει πια. Ερημιά, ξέρακας της απελπισίας ζώνει τους εγωιστές! Τρομάζουνε με τη μοναξιά τους μόλις τη νοιώσουνε. Από πάνω τους ο ουρανός είναι έρημος, αδειανός, η γη έρημη, οι άνθρωποι καρδιές έρημες, γιατί ποτέ τους δεν γνοιασθήκανε γι αὐτές, και έτσι κόπηκε κάθε τρυφερή ανταπόκριση μαζί τους. Στο τέλος καταλαβαίνουμε οι τέτοιοι πως με τα λεπτά δεν αγοράζουνται όλα τα πάντα. Και πως, ίσια – ίσια, όσα δεν αγοράζουνται με τα λεφτά αυτά είνε που έχουνε την πιο μεγάλη αξία. Και πως απ αὐτὰ έχουνε μεγάλη ανάγκη, απ αὐτὰ που δεν αγοράζουνται. Σε ποιό μέρος πουλάνε την ησυχία της ψυχής, την αγνότητα, την απλότητα, την κρυφή χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος κοντά στον Θεό σε στιγμή που ζει κρυμμένος από τον κόσμο, την πραότητα, την αγάπη; Δεν τα πουλάνε σε κανένα από τα μαγαζιά κι ἀπὸ τα παζάρια για το διάφορο, την απονιά για τους άλλους, την ψευτιά κάθε λογής, κι ὅσα πάνε μαζί μ αὐτά, δηλαδή τον εγωισμό, την περηφάνεια, την καταλαλιά μ ἕναν λόγο το χοντροπέτσιασμα της ψυχής…
Τι μεγαλομανία σ ἔχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κι ἔχεις δυό τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα! Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλωσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες. Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να συχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.
Τι θα δίνανε πολλοί απ αὐτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ο,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του. Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κι ἂν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.
Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς, να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και ν ἀκούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον. Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακρυά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά. Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε. Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι ὅλα είνε ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά. Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζητά αληθινά κι ὄχι ψεύτικα.
Κόντογλου Φ., 2000, «Ευλογημένο Καταφύγιο»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου